Πώς ήταν να είσαι ναυτικός στα παλιά χρόνια; Το καλοκαίρι ταξίδεψα στις Κυκλάδες, σε ένα από τα πιο γνωστά και κοσμοπολίτικα νησιά του τόπου μας. Κάθε μέρα, στο λιμάνι, συναντούσα έναν κύριο να ασχολείται με τα δίχτυα από το καΐκι, να είναι έτοιμα για την επόμενη ψαριά. Πιάσαμε την κουβέντα. Δεν ήταν ο ίδιος ψαράς, αλλά πρώην ναυτικός. Δεν είχα ποτέ συζητήσει με κάποιον που ήταν ναυτικός της παλιάς εποχής.

Τον ρώτησα, αν ήθελε να μοιραστεί την ιστορία του. Μεγάλη η χαρά μου, όταν δέχτηκε. Έτσι, λοιπόν, δώσαμε ραντεβού, την επόμενη μέρα, εκεί, καθώς μπάλωνε τα σχισμένα δίχτυα, με τη συμφωνία να διατηρηθεί η ανωνυμία. Κράτησα το ύφος και τον τρόπο που μου εξιστορούσε τη ζωή του, τις λέξεις και τις εκφράσεις. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες  κάνουν τη διαφορά και διατηρούν την αυθεντικότητα από εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό στο Αιγαίο.

Μετρά 24 χρόνια, 3 μήνες και 17 μέρες στο μηχανογραφικό του, ως ναυτικός. Πρόλαβε το νησί με ένα φορτηγό αυτοκίνητο που υπήρχε τότε. Τα παιδιά είχαν πατίνια με ρουλεμάν, τα οποία έκαναν πολλή φασαρία και ενοχλούσαν τους κατοίκους. Περίπου 70 χρόνια πριν.

Μεγαλώσατε στο νησί;

Ναι, γέννημα θρέμμα. Γεννήθηκα το 1943. Δεν έζησα κατοχή, σαν μωρό τι να καταλάβεις;

Πώς ήταν τα χρόνια εκείνη την εποχή;

Πρόσεξε να δεις. Ήτανε φτωχά τα χρόνια, γιατί η μεγαλύτερη λύση, να το πούμε έτσι, ήταν η μετανάστευση και τα βαπόρια, αυτά τα δύο πράγματα μόνο. Κι όταν άρχισε η Αθήνα να έχει μια υποδομή όλοι οι νησιώτες πήγαιναν εκεί, οικοδομή και τέτοια πράγματα. Αλλά τα καράβια και η μετανάστευση ήταν τα βασικά. Γερμανίες, Βέλγιο, Αυστραλίες, Αμερικές, όλα αυτά…

Εδώ, στο νησί, ο κόσμος πώς ζούσε; Με τι ασχολούνταν οι νησιώτες;

Ζούσε φτωχά. Υπήρχαν τα ψαράδικα, παραδείγματος χάριν. Οι γεωργοί πάλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Είχε 30 δραχμές το μεροκάματο τότες κι εγώ που ήμουν στο καράβι στα 18 μου, έπαιρνα 100, σε δραχμές, τώρα, σου μιλάω. Ο ψαράς τις πιο πολλές φορές έκανε ανταλλαγή. Δηλαδή, έδινε ψάρια και του φέρνανε πατάτες, τυρί, κρασί. Κατάλαβες;

Στο σχολείο; Οι δάσκαλοι πώς ήταν;

Στο σχολείο πηγαίναμε ξυπόλυτοι. Οι δάσκαλοι έριχναν ξύλο, ήταν κέρβεροι τότες. Σοβαρά, δεν σου κάνω πλάκα. Αυτά που σου λέω τα ζήσαμε. Με το παραμικρό που μάθαιναν ότι έκανες σαν παιδί, να πούμε, είχε ξύλο. Είχαν κάτι βέργες τέτοιες, να πούμε και σου έλεγε ο δάσκαλος «άνοιξε το χέρι σου», έτσι, και σου κοπανούσε μέσα εδώ, στην παλάμη.

Αυτό ήταν κάτι το οποίο οι γονείς το γνώριζαν και το είχαν αποδεχτεί, ως φυσιολογικό;

Ναι, δεν τους πείραζε. Και τώρα που τα λέμε, περάσαμε μαύρα παιδικά χρόνια. Ήταν κέρβερος ο πατέρας μου. Παιχνίδι δεν μας άφηνε να χαρούμε. Και τότες τι παιχνίδια είχαμε; Είχαμε εκείνες τις μπάλες, τα γυαλένια, που λέμε, τα πολύ παλιά κέρματα και παίζαμε με αυτά. Δεν είχαμε ούτε μηχανάκια ούτε ποδήλατα ούτε τίποτα.

Μεγαλώνοντας, λοιπόν…

Εγώ 18 χρονών έφυγα. Ήταν να φύγω από τα 14 να πάω στα καράβια να γίνω ναυτικός. Έστειλε ο πατέρας μου τηλεγράφημα ότι ήμουν σκαστός απ’ το σπίτι, εκεί που θα με παραλάμβανε στον Πειραιά, κάποιο παιδί που είχε ουζερί και είναι ακόμα. Φτάνω στον Πειραιά, με μια βαλίτσα ρούχα. Ας τα πούμε ρούχα. Μου λέει, «Ρε παιδί μου, τι ήρθες, αφού είσαι σκαστός απ’ το σπίτι. Δεν μπορούμε να σε αναλάβουμε εμείς να βρούμε κάναν μπελά από τους γονείς σου». Και δεν με αναλάβανε. Και τι να κάνω, γύρισα πίσω. Και μόλις πιάνω τα 18, δρόμο. Πήγα και ταξίδεψα. 

Πώς ήταν η καθημερινότητα στο σπίτι;

Ο πατέρας μου ψαράς, η μαμά ήταν στα οικιακά. Το πρωί είχε ένα κύπελλο. Άλλοι είχαν γάλα, άλλοι δεν είχανε. Εμείς δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Είχε καφέ. Ένα μπρίκι καφέ, ψωμιά μέσα, για πρωινό τώρα. Όχι βουτύρατα και μαρμελάδες.

Οι δήμαρχοι και οι κυβερνώντες, γνώριζαν για τη φτώχεια. Τι έκαναν;

Τίποτα. Δεν ασχολούνταν, δηλαδή, ούτε με τα τοπικά δεν ασχολούνταν. Απλώς, ας πούμε υπήρχαν για να βάλουν μια σφραγίδα, μια υπογραφή.

Πώς ήταν τότε για έναν νέο να μπαίνει από τόσο μικρή ηλικία στα καράβια;

Κοίταξε να δεις, εμένανε τώρα ατομικά, μου άρεσε να πάω να δουλέψω στα καράβια, γιατί ζήλευα τα παιδιά των ναυτικών. Να σου δώσω να καταλάβεις. Το παιδί του ναυτικού έκανε μπαμ από μακριά και από το θέμα, να πούμε, ενδυμασίας, το ρολόι του ναυτικού. Εγώ φορούσα μπαλωμένο παντελόνι, όχι μπλου-τζιν.

Μπαρκάρισα το 1961 και ξεμπαρκάρισα το 1963. Είκοσι τρεις μήνες μέσα σε ένα καράβι. Κι όταν ήρθα εδώ και φορούσα, να πούμε, μπλου-τζιν παντελόνι. Με κοίταζαν έκπληκτοι. Να, ένας οδοντίατρος εδώ μου λέει «Ρε συ, σε θυμάμαι που φορούσες το μπλου-τζιν παντελόνι και κανένας εδώ δεν το είχε.» Ήταν δυσέυρετο, να πούμε. Αυτά τα είχα αγοράσει από την Ιταλία.

Μου είπατε ήσασταν 23 μήνες σε ένα καράβι. Πώς κυλούσε ο χρόνος;

Η ζωή εκεί, τώρα, κοίταξε να δεις, ήτανε λιγάκι δύσκολη, να πούμε. Το να κάνεις αυτή τη ζωή σε ένα καράβι μέσα, μια πλωτή φυλακή να το πούμε έτσι, ήταν λιγάκι δύσκολο. Όλη μέρα δουλειά. Δουλεύεις το οκτάωρό σου, το βράδυ πού θα πας, όταν ταξιδεύει το βαπόρι; Έξω αποκλείεται να βγεις. Θα πας να παίξεις τάβλι, το χαρτάκι σου. Είχε τραπεζαρία και καπνιστήριο. Αυτή ήταν η ζωή. Πήγαινε εννιά, δέκα το πολύ και λες, πάω πάλι στο μπουντρούμι μου, στο κελί, να το πούμε έτσι, για να κοιμηθούμε και να ήμαστε έτοιμοι το πρωί πάλι για δουλειά. Στο λιμάνι, τώρα, άλλο κεφάλαιο. Ήθελες να βγεις έξω, έβγαινες. Δεν ήθελες, δεν έβγαινες.

Τι θέση είχατε στο καράβι;

Εγώ ήμουν ναυτόπαις. Μετά έπιασα ναύτης και μετά λοστρόμος.  Η δουλειά του λοστρόμου ήταν να έχει τα άτομα που ανήκαν στο κατάστρωμα. Άλλος ήταν μάγειρας, άλλος καμαρότος, άλλος λαδάς κάτω στη μηχανή, θερμαστράδες και τέτοια πράγματα. Ήταν τα καζάνια τότες, παλιά βαπόρια. 

Επήγαινα εγώ το πρωί σα λοστρόμος στη γέφυρα πάνω, που ήταν ο γραμματικός, ο δεύτερος καπετάνιος. Αυτός ο άνθρωπος έδινε σε εμένα κάποιες δουλειές του καραβιού. Εγώ τις μεταβίβαζα στους ναύτες. Έλεγα, δηλαδή, «Έλα εδώ εσύ, πάρε το ματσακόνι, πάρε το πινέλο και πήγαινε βάψε εκεί. Όταν τελειώσεις, έλα μπροστά, να πάμε για άλλη δουλειά». Και αυτό ήτανε.

Στις δέκα η ώρα είχε καφέ. Εκτός το φαγητό που έτρωγες το πρωί. Η ημερήσια διάταξη ήταν αυγά, λουκάνικα, μπέικον, συκώτι και τέτοια πράγματα. Στις δέκα, λοιπόν, ήταν ο καφές. Δέκα και είκοσι εβγαίναμε για δουλειά. Δώδεκα η ώρα φαί. Μία η ώρα βγαίναμε πάλι για δουλειά. Στις τρεις, καφέ. Τρεις παρά πέντε φώναζε ο λοστρόμος, «Παιδιά, καφέ!». Πέντε η ώρα, όλα στοπ.

Λέγονται ιστορίες πολλές…

Ναι ρε παιδί μου, τυχοδιώκτες, κακοποιά στοιχεία… Να μιλήσουμε ανοιχτά; Ένας άντρας τώρα τι να κάνει μετά από πολλά ταξίδια, θα πάει να αναζητήσει την κοινή γυναίκα. Με επιφύλαξη βέβαια, μην είχαν καμιά αρρώστια. Αλλά κι αυτό καμιά φορά στο πρόγραμμα ήταν. Κι οι παντρεμένοι, μην ακούς, να πούμε τώρα, που θα σου πουν ότι «εγώ δεν πήγα». Ξέχασέ το αυτό. Πολλοί ανθρώποι παίρνανε τη βλεννόρροια, ας πούμε. Και σύφιλη παίρνανε παλιά. Μετά βγήκε το AIDS. Εκεί πια, φοβόσουν και δεν πήγαινες με τίποτα, να πούμε.

Οι γυναίκες περίμεναν στο σπίτι.

Το είχαμε τότε, να μην πάει η γυναίκα να πιει καφέ κι εμείς να θαλασσοπνιγόμασταν στον Ατλαντικό. Βάζαμε πολλά στο μυαλό μας. Πρώτα πρώτα, δεν υπήρχαν καφετέριες, τότες. Υπήρχαν καφενεία, στα οποία έπαιζαν χαρτί, τάβλι και έπιναν καφέ, ούζα, είχαν μεζέδες, τέτοια πράγματα. Η γυναίκα δεν έμπαινε μέσα σε τέτοια πράγματα. Τώρα είναι οι καφετέριες, όμως. Ήρθαμε μπροστά να πούμε, όπως ήταν και έξω.

Πώς γνωρίσατε τη γυναίκα σας;

Πήγαινα σε ένα μαγαζί που πουλούσε κλωστές και κουμπιά. Κι εκεί περνούσαν, ξέρεις, κοπελίτσες, να πούμε. Ε, κι εγώ τότες ήμουν εικοστριώ, εικοστεσσάρω χρονών. Και έτυχε, να πούμε, και τη γνώρισα. Και της το πετάω το μυστικό. Μπαμ, μπουμ. Λέω «Θέλεις; Να έρθω στο σπίτι, να σε ζητήσω κανονικά; Εσύ, δηλαδή, πώς με βλέπεις σαν άτομο; Εμφανισιακά»; Μου λέει «Θέλω». Την επόμενη πήγα και τη ζήτησα από τον πατέρα της. Με θέλανε οι γονείς και δώσαμε περιθώριο, πότε θα παντρευτούμε. Στους έξι μήνες σχεδόν παντρεύτηκα. 

Ήταν από φτωχιά οικογένεια, όλοι μας, δηλαδή, μην φανταστείς ότι ήμασταν λεφτάδες. Αλλά τι γίνεται, να δεις. Ο πατέρας της ήταν γεωργός, δεν είχε τη δύναμη να μου φτιάξει σπίτι. Άλλοι, να πούμε, φτιάχνανε. Καμία αντίρρηση. Της λέω, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είχε αυτό το μικρό σπιτάκι, δηλαδή, έμπαινες με τη μούρη και έβγαινες με την όπισθεν, που λένε. Τόσο πολύ, να πούμε, μικρό το σπιτάκι. Μείναμε οι δυο μας και έπειτα χτίσαμε στη Χώρα, στο οικόπεδο που είχα αγοράσει. Κάναμε και τα δύο τσακάλια. 

Φεύγω για ταξίδι και παθαίνω γαστρορραγία, μέσα στον Ατλαντικό. Επικοινωνήσαμε, μέσω Ισπανίας με τον Ερυθρό Σταυρό για να μας πουν τι να κάνουμε. Είπαν ακινησία και μόνο τσάι. Σταμάτησε η γαστροραγία και πήγαμε στην Πάτρα το πρώτο ταξίδι, πήγα στον γιατρό, ξεμπαρκάρω κανονικά. Κι ήρθα εδώ και παντρεύτηκα. Ο πρώτος, ο γιος, ήρθε τον πρώτο χρόνο. 

Πώς είναι για μια γυναίκα τώρα, που ο άντρας της είναι ναυτικός, να κουμαντάρει σπίτι, παιδιά και να είναι και μόνη της;

Δεν θα κρατηθεί, θα αρχίσει γκρίνιες. Δηλαδή, εδώ βλέπεις ακόμα άτομα, παντρεμένοι, που ο άντρας είναι εδώ, και πάλι παραστρατούν. Ένας γνωστός μου στο λιμεναρχείο, έχει χωρίσει δύο φορές. Που δεν ήταν να πεις ότι ταξίδευε, να πεις ότι έπεσε η γυναίκα σε μια στιγμή, ας πούμε, ανάγκης και γνώρισε τον τάδε, να πούμε. 

Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό, στον άνθρωπο;

Εγώ νομίζω αυτό. 

Τώρα γίνεται ο άνθρωπος ναυτικός;

Κατώτερο πλήρωμα, να κάθεσαι δηλαδή στον ήλιο, να πούμε, δεν πάει κανένας. Αν πάνε, θα βγάλουν τη σχολή Εμποροπλοιάρχων, θα κάνουν δύο, τρία ταξίδια εκπαιδευτικά και την αμολάνε και ούτε ξαναπάνε. Εμείς, εδώ στο νησί, έχουμε δυο, τρεις καπεταναίους. Για κατώτερο πλήρωμα πάνε πολλοί Φιλιππινέζοι, Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι. Δηλαδή, ήμασταν εννιά άτομα στην κουβέρτα. Οι οχτώ ήταν Φιλιππινέζοι, εγώ ήμουν μόνος μου. Έπρεπε να κάνω τον καραγκιόζη, δηλαδή, να μην τον βρίσω ή να τον πρεσάρω στη δουλειά, δεν έχεις το δικαίωμα δηλαδή, αλλά λέμε. Και λες, είμαι κάτω στο αμπάρι και το καθαρίζουμε. Όταν έχω προηγούμενα εγώ με τον άλλον, δεν είναι τίποτα να μου τραβήξει μια με το φτυάρι, παραδείγματος χάριν, στο κεφάλι απάνω. Να, έπεσε και χτύπησε. Αφού όλοι είναι κλίκα. 

Είχαν συμβεί τέτοια περιστατικά;

Δεν είχαν συμβεί, αλλά το γραφείο σε ενημέρωνε και σε ρώταγε, αν είχες δουλέψει με Φιλιππινέζους. Σου έλεγαν, «Δεν θέλω να τους πρεσάρεις, να τους κάνεις δύσκολη τη ζωή. Εσύ θα φύγεις από το βαπόρι -έτσι ακριβώς, με έδειξαν με το δάχτυλο- αυτός θα καθίσει. Γιατί αυτοί κάνανε συμβάσεις. Αν τους έδιωχνα, τους αποζημιώνανε και αδρά.

Δεν ακολουθήσατε το επάγγελμα του ψαρά, αλλά γίνατε ναυτικός.

Δεν μου άρεσε. Οι ψαράδες φύκια να βγάλουν, λεφτά θα πάρουνε. Ήθελα να δουλεύω, να ξεμπαρκάρω, να έρχομαι εδώ, να είμαι ντυμένος ωραίος. Τώρα που με βλέπεις να μπαλώνω τα δίχτυα, το έχω μάθει από παιδάκι, που είχαμε καΐκι, ψαράδικο. Κι αυτά που έμαθα από τότες, μείνανε. Αλλά δεν ασχολήθηκα να φτιάξω δικό μου καΐκι, ήθελα άλλη ζωή. Ήθελα τα γλεντάκια μου κι όταν ήταν η ώρα έπαιρνα πάλι το φυλλάδιο, τη βαλίτσα και δώσε του ταξίδι. 

Μου είπατε χθες ότι κάνατε και κρουαζιέρες.

Ναι. Πηγαίναμε Ανταρκτική. Εκεί, ζωή δεν υπάρχει. Το μόνο, βάσεις διαφόρων χωρών, για τα πετρέλαια. Αλλά η καλύτερη βάση ήταν της Αμερικής. Οι άλλοι έβγαζαν τα κρέατα και τα κρεμάγανε έξω, αφού είχε ψύχος. Ενώ οι Αμερικάνοι, έφερναν τους τουρίστες, και ήταν σαν να ήσουνα στη Ν. Υόρκη. 

Περιγράψτε μου ένα τέτοιο ταξίδι. 

Πηγαίναμε στην Πούντα Αρένας, ένα λιμάνι της Χιλής, νότια. Εκεί κάναμε το εμπαρκέσιο, δηλαδή την αλλαγή. Μετά από 14 ημέρες που μπαίναμε στο λιμάνι, έφευγες εσύ, μπαίναμε εμείς, το καινούριο κομβόι, οι Αμερικάνοι. Πηγαίναμε Φώκλαντ. Στα Φώκλαντ σφάζανε τρία αρνιά και κάνανε πικνίκ. Έβγαζαν τα ζόντιακ. Δεν είχε μώλους και προβλήτες. Με τα ζόντιακ έβγαζαν στην παραλία τραπέζια σπαστά, αναψυκτικά και άλλα. Τα αρνιά τα ψισοψήνανε μέσα στο καράβι, μετά τα παίρναμε εμείς έξω, άναβε φωτιά ο ένας μάγειρας, και εκεί τρώγανε. Αυτό γινόταν κάθε 14 μέρες. 

Μετά τα Φώκλαντ, πηγαίναμε Σαν Τζώρτζια. Εκεί υπήρχαν σπίτια, εκκλησία και εργοστάσιο για τις φάλαινες. Από εκεί, πηγαίναμε Ανταρκτική σε δύο-τρία λιμάνια. Οι τουρίστες βλέπανε τα παγόβουνα, θαλάσσιους ελέφαντες. Αυτοί οι ελέφαντες πήγαιναν σε ένα νεκροταφείο και την άραζαν εκεί, αφού οι άνθρωποι έφυγαν από τα εργοστάσια, όταν σταμάτησε το κυνήγι φάλαινας, σε απόσταση από εμάς 1χλμ. Οι τουρίστες πήγαιναν εκεί και τις έβλεπαν και έκαναν «Ααα!». Τα ζώα ένιωθαν μια ενόχληση, γιατί είχαν μάθει στην ησυχία τους.

Αυτό γινόταν μέχρι τις 25 Μαρτίου, μετά ερχόντανε οι χιονοστιβάδες. Αν σε κλείσουν τα παγόβουνα, πάει. Ήταν κι άλλοι όμως, με παγοθραυστικά. Πήγαιναν μέχρι ένα σημείο, κατεβάζανε τη σκάλα, βγαίνανε και περπατούσαν μέσα στον πάγο και πήγαιναν βόλτα. 

Σας λείπουν τα ταξίδια;

Αν μπορούσα τώρα να πάω ένα ταξίδι, θα πήγαινα. Σοβαρά σου μιλάω. Από το ‘97 βγήκα στη σύνταξη. Μου άρεσε πολύ από το Μεξικό και κάτω, Λατινική Αμερική. Έβγαινες έξω, να πούμε, μουσικές, αλεγρία, ο κόσμος χαρά, γέλια. Τον έβλεπες, πεινούσε, ήταν χάμω κι αυτός χόρευε, να πούμε. Η Κούβα, μέρη ωραία…

 

Η γενιά των παλιών φεύγει με τα χρόνια. Ως νέα, πάντα με γοήτευε να ακούω ιστορίες από τα παλιά, από παππούδες, θείους και γιαγιάδες που έζησαν πολέμους, δυσκολίες και που ήταν αυτοί που κράτησαν την Ελλάδα και την παράδοση. Άλλες εποχές τότε. Δύσκολες περίοδοι. Κι όμως, οι Έλληνες πρόκοψαν, η οικογένεια είχε γερά θεμέλια στο μεγαλύτερο ποσοστό, έμεινε δεμένη. Η παράδοση και τα έθιμα μεταλαμπαδεύονται μέχρι και σήμερα. Οι ιστορίες των μεγαλύτερων ανθρώπων πάντα έχουν κάτι να σε διδάξουν, να συγκρίνεις το τι γινόταν τότε με την παρούσα κατάσταση. Η γνώση του παρελθόντος είναι το όπλο μας για τη δημιουργία του αύριο. 

(Visited 417 times, 1 visits today)

Leave A Comment

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.