«Καλλιτέχνης του δρόμου, σε γωνιές και πλατείες
σε υπόγειες διαβάσεις και γνωστές συνοικίες.
Τραγουδώ τ’ όνειρο μου, με μια μπάντα κρυμμένη
σιωπηλά ψιθυρίζουν το σκοπό μου δυο ξένοι…»
Όπου κι αν κοιτάξεις γύρω σου, σίγουρα θα τους συναντήσεις. Είναι οι λεγόμενοι καλλιτέχνες του δρόμου, που, με τη μουσική τους, δίνουν πνοή και έναν αλλιώτικο αέρα στους δρόμους της γκρίζας πόλης.
Διέσχιζα την Ερμού. Κόσμος πολύς. Κόσμος που ψώνιζε, κόσμος που έτρεχε, κόσμος που απλώς έκανε βόλτα κι ανάμεσά τους κι όσοι επιστρέφαμε στη θαλπωρή του σπιτιού μας, έπειτα από άλλη μια εξουθενωτική ημέρα στη δουλειά. Περπατούσα βυθισμένη στις σκέψεις μου, ακούγοντας μουσική, ώσπου τον είδα να παίζει κιθάρα έξω από ένα κατάστημα και να ανοιγοκλείνει το στόμα του.
Έβγαλα τα ακουστικά από τα αυτιά μου και με το που τον άκουσα, έψαξα κάποιο πεζούλι να κάτσω για λίγο να απολαύσω τα τραγούδια του. Ήταν ό,τι έπρεπε για να ηρεμήσω, να ακούσω ποιοτική ξένη μουσική και μια ζεστή καλή φωνή, δίχως μικρόφωνα και επεξεργαστές ήχου.
Άνθρωποι προσπερνούν, άλλοι κοιτούν φευγαλέα, άλλοι αφήνουν ψιλά κι είναι και κάποιοι που συμμετέχουν λίγο, αν γνωρίζουν το τραγούδι και μετά φεύγουν κι αυτοί. Τα παιδιά μόνο γυρίζουν το κεφάλι και κοιτάνε. Τα παιδιά… αυτά πάντα βλέπουν πιο ουσιαστικά τα πράγματα. Τα παιδιά πάντα ξεχωρίζουν και εκτιμούν το όμορφο και το καλό και δίνουν προσοχή σε πράγματα, τα οποία για εμάς τους μεγάλους έχουν δυστυχώς χάσει το νόημά τους.
Ύστερα από ένα μισάωρο, μάζεψε την κιθάρα του και όσα χρήματα του άφησαν. Φεύγοντας, με ευχαρίστησε και χάθηκε διακριτικά, ταπεινά και ανώνυμα στο “ασπρόμαυρο” πλήθος…