Από την Ατλαμάζογλου Στυλιανή
Bacardi Legacy, ο διαγωνισμός-στοίχημα ζωής για κάθε φιλόδοξο και ταλαντούχο bartender, διεξάγεται για ακόμη μια χρονιά. Ο τελικός θα διοργανωθεί στο Μεξικό, με τους νικητές κάθε χώρας, να διεκδικούν μια θέση στη λίστα των διαχρονικών cocktails.
Μια βόλτα στον Πειραιά και τα βήματά μου με έφεραν στο CHE Cocina y Barra Sudamericana, το πλέον δημοφιλές λατινοαμερικάνικο μπαρ της Αττικής, για να συναντήσω τον έναν από τους τρεις φιναλίστ του ημιτελικού Ελλάδας, Πέτρο Μυτιληναίο. Μιλήσαμε για πολλά θέματα σε κλίμα ευχάριστο, ζεστό και Χριστουγεννιάτικο. Η διακόσμηση με έκανε να αισθανθώ οικεία, αφού τα ξύλινα έπιπλα κι η αισθητική απέπνεαν κάτι από σπίτι. Όλα προσεγμένα κι όλοι φιλόξενοι.
Αυτή τη χρονιά, λαμβάνεις μέρος στον διαγωνισμό Bacardi Legacy, έναν από τους πιο απαιτητικούς του χώρου, λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα του. Αποτελεί η συμμετοχή σου όνειρο και κίνητρο συνάμα για την επαγγελματική σου καταξίωση και πορεία στο χώρο;
Ναι, φυσικά. Αυτοί οι διαγωνισμοί δεν κρίνουν το πόσο καλός επαγγελματίας είσαι. Υπάρχουν τρομερά αξιόλογοι bartenders, οι οποίοι δεν έχουν καταξιωθεί σε διαγωνισμούς και, σίγουρα, είναι πολύ καλύτεροι από εμένα κι από πολλούς άλλους.
Σε έναν τέτοιο διαγωνισμό, κοιτάς το πόσο αντέχεις την πίεση, γιατί το να είσαι καλός bartender, γενικά, με το να είσαι καλός στο διαγωνισμό, διαφέρει. Θεωρώ, ότι το κάνεις και για τον εαυτό σου, για να δεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις.
Πώς έχουν επηρεάσει την προσωπική σου ζωή και καθημερινότητα οι συνθήκες, στο πλαίσιο του διαγωνισμού;
Δεν έχω προσωπική ζωή. Για το επόμενο τρίμηνο, όλα είναι σε δεύτερη μοίρα για εμένα.
Με ποιο κοκτέιλ διαγωνίζεσαι; Ποια ήταν η πηγή της έμπνευσής σου;
Διαγωνίζομαι με το Lucky Underdog. Πάντα με εντυπωσίαζαν οι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες στη ζωή τους και παρ’ όλα αυτά στέκονται όρθιοι και τα έχουν καταφέρει, από φίλους μου μέχρι ανθρώπους, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι, πώς γίνεται, να έχει περάσει τόσα πολλά κι όμως τα έχει καταφέρει. Ποτέ δεν μου άρεσε κάποιος, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε με όλες τις δυνατότητες, να τα καταφέρει. Αυτοί οι άνθρωποι είναι λίγο ανιαροί. Με εντυπωσίαζαν, όσοι έκαναν την ανατροπή και υπερνικούσαν αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί είναι και η πηγή έμπνευσής μου. Είναι τα «underdogs» της ζωής, οι πετυχημένοι.
Ποια υλικά επέλεξες;
Τα υλικά ήταν και λίγο θέμα τύχης. Κατεβήκαμε μια μέρα στο παρασκευαστήριο του CΗΕ, όπου βρήκα δίπλα δίπλα ένα μπουκάλι ανθόνερο και ρίγανη και σκέφτηκα, ότι θα ήταν ένας ωραίος συνδυασμός. Ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σε αυτόν τον συνδυασμό και μου πήρε πολλούς μήνες, μέχρι να πετύχω αυτό που ήθελα, ώστε να βγει ωραίο. Το Bacardi Carta Blanca είναι η βάση. Μου άρεσε πάρα πολύ το ψέκασμα του κόκκινου κρασιού Cabernet Sauvignon πάνω από τη λευκή βελούδινη υφή του κοκτέιλ, γιατί έδινε πιο ουσιώδες αρωματικό προφίλ και οπτικά έκανε τη διαφορά, όπως η αίσθηση της επιτυχίας που κάνει ένας «underdog», o οποίος αντιμετώπισε δυσκολίες, δεν ήταν να τα καταφέρει, αλλά τα κατάφερε. Αυτή τη διαφορά κάνει και το κρασί, σου αλλάζει όλη την οπτική.
Έχεις αναφέρει, πως «Tο κοκτέιλ είναι εμπνευσμένο από ανθρώπους, που είναι οι νικητές της ζωής. Εκείνοι, που, ενώ ήταν στο περιθώριο, κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους». Βλέπεις τον εαυτό σου ως νικητή της ζωής;
Όχι. Είναι πολύ δύσκολο το να λες, ότι έχεις αντιμετωπίσει πολλά, πρέπει να αναλογιστείς τι έχουν αντιμετωπίσει κι οι άλλοι. Δεν ήταν όλα εύκολα στη ζωή μου, αλλά, σίγουρα, έχω αντιμετωπίσει λιγότερες δυσκολίες από ανθρώπους γύρω μου κι από αυτούς, που έχουν καταφέρει πολλά περισσότερα. Οπότε, δεν θεωρώ, ότι είμαι ένας από αυτούς, απλώς τους θαυμάζω.
Έχεις πει, πως το αφιερώνεις σε όσους τάραξαν τον «λευκό καμβά» της κοινωνίας με το κόκκινο της επιτυχίας. Αναφέρεσαι και στον εαυτό σου, κατά κάποιο τρόπο; Επιδιώκεις, να βάλεις κι εσύ τη δική σου «κόκκινη πινελιά»;
Εκεί είναι, που ταυτίζομαι εγώ με το κοκτέιλ. Θεωρούσα και θεωρώ τον εαυτό μου το «underdog» του διαγωνισμού. Είναι ο πρώτος διαγωνισμός, που λαμβάνω μέρος κι είμαι αρκετά άπειρος, σε σχέση με άλλους… υποθέτω, έτσι; Νιώθω, πως πρέπει να φύγουμε λίγο από τη φάση του «Σερβίρω απλώς ένα ποτό» και να πάμε σε κάτι πιο ουσιαστικό. Γι’ αυτό ήθελα να πάω στο Bacardy Legacy, γιατί υποστηρίζει την ιστορία πίσω από το κοκτέιλ σου. Σε έναν διαγωνισμό ή ό,τι κι αν κάνεις, η παρακαταθήκη που αφήνεις, δεν είναι το πόσο πολύ έχεις «φουσκώσει» το εγώ σου, αλλά οι πράξεις. Δηλαδή, το αν στα τόσα χρόνια που δούλευες, έχεις κάνει δέκα ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, αν ήσουν καλός επαγγελματίας και τυπικός συνεργάτης, αν ήσουν καλός άνθρωπος γενικότερα. Το αν έχεις κατέβει σε δύο τρεις διαγωνισμούς και βάζεις το μπουκάλι με τη σωστή τεχνική, είναι δευτερεύοντα πράγματα.
Μίλησέ μας για τη μέχρι στιγμής εμπειρία σου και τα συναισθήματά σου στο διαγωνισμό.
Είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία, γιατί, όταν ανακοίνωσα στους συναδέλφους μου, ότι θα κατέβω στο Legacy, με «αγκάλιασαν» κι ο καθένας με βοήθησε σε πράγματα του τομέα του. Δεν είχα στο πλευρό μου απλώς συνεργάτες, αλλά και φίλους σε όλο αυτό. Είναι πολύ σημαντικό, να έχεις ανθρώπους δίπλα σου, να σε στηρίζουν.
Ένιωσες ανταγωνισμό από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, δεδομένου ότι το επίδεδο είναι υψηλό;
Όχι. Τόσο στη δεκάδα όσο και στην τριάδα, είναι λίγο κλισέ αυτό που θα πω, αλλά δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Αν κερδίσω, σημαίνει, ότι οι άλλοι δύο θα χάσουν. Όμως, με τα άλλα δυο παιδιά, ήδη έχουμε βοηθήσει ο ένας τον άλλον για τη διαδικασία της τριάδας, στο οτιδήποτε μπορεί να φανεί χρήσιμο. Και, νομίζω, πως αυτό είναι η μεγαλύτερη επιτυχία ενός τέτοιου διαγωνισμού, το ότι είμαστε τρεις άνθρωποι, που γνωρίζουμε τι «τραβάει» ο καθένας και δεν θέλουμε να «φάει» ο ένας τον άλλον, αλλά να το κάνουμε πιο ανθρώπινο.

Ποια η σχέση σου με τους Τίνα Σαρδή και Αντώνη Μαντζαρίδη, τους άλλους δύο νικητές του ημιτελικού;
Τρομερά παιδιά. Είχαμε πάει προσφάτως για καφέ και είχε πάρα πολύ πλάκα. Μιλήσαμε ανοικτά, τόσο σε φιλικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Όταν οι συζητήσεις είναι τέτοιου είδους, καταλαβαίνεις, ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός. Με την Τίνα δέσαμε πάρα πολύ, γιατί είχε πολύ χαβαλέ κι ήταν η πιο αγχωμένη στα καμαρίνια. Ο Αντώνης ήταν «low profile» και αφοσιωμένος σε αυτό που είχε να κάνει.
Έκανες γνωριμίες αναμφίβολα. Τέθηκαν, όμως, οι βάσεις για την αρχή μιας καλής φιλίας, εκτός του διαγωνισμού;
Μπορεί, δεν το ξέρω ακόμα. Όλο αυτό ήταν πολύ γρήγορο και βιαστικό. Βλέπω και από τα παιδιά της δεκάδας, το πόσο μας υποστηρίζουν, για παράδειγμα στα social media, και από την τριάδα, την τάση αλληλοβοήθειας, που υπάρχει. Θεωρώ, ότι είναι η αρχή, αν όχι μιας φιλίας, αλλά μιας όμορφης και πολύ καλής επαφής με έναν άνθρωπο.
Εάν αναδειχθείς νικητής στον τελικό διαγωνισμό κι εκπροσωπήσεις την Ελλάδα στο Μεξικό, ποια συναισθήματα, πιστεύεις ότι θα βιώσεις; Πώς το έχεις «πλάσει» στο μυαλό σου;
Έκανα πολύ μεγάλη προσπάθεια για να περάσω. Οι επόμενοι τρεις μήνες θα ακόμα πιο κουραστικοί. Θα είμαι πολύ υπερήφανος και θα νιώσω, πως έθεσα έναν μεγάλο στόχο κι είχα τη διάθεση να τον πετύχω. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, να ξέρεις, για τον εαυτό σου. Αν καταφέρω αυτό, θα νιώσω πολύ καλά με τον εαυτό μου, που είχα την προσύλωση τόσους μήνες, να αφήσω πίσω μου προσωπική ζωή ή ξεκούραση.

Πες μας δύο λόγια, σχετικά με τη συνεργασία σου με το περιοδικό «Σχεδία».
Έχω ως motto τη φράση «Legacy is not an Ego», το CHE Cocina y Barra Sudamericana κι εγώ προχωρήσαμε σε σύμπραξη και συνεργασία με τον οργανισμό «Σχεδία» δωρίζοντας 2 ευρώ από την πώληση κάθε cocktail στο μαγαζί. Επίσης, μέρος των εσόδων από την διαδικασία προώθησης του Lucky Underdog σε άλλα μαγαζιά εστίασης, θα δοθεί για την υποστήριξη επιπλέον φιλανθρωπικών οργανισμών. Άλλωστε, όπως μας δίδαξε κι ο Don Facundo Bacardi, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό, από το να έχουμε πίστη στα όνειρα και τις δυνατότητές μας και από το να προσφέρουμε απλόχερα βοήθεια σε όσους το έχουν ανάγκη.
Πώς βλέπεις τον εαυτό σου σε μια πενταετία; Τι στόχους έχεις θέσει;
Έχω θέσει στόχους, δεν ξέρω ακριβώς πόσοι είναι. Με ενδιαφέρουν δυο μεταπτυχιακά σχετικά με οινολογία και brand design πάνω στο ποτό. Σκέφτομαι πολύ το εξωτερικό, στο ξαναλέω. Η αγορά της Ελλάδας είναι πάρα πολύ σημαντική. Η Αθήνα, για εμένα, βρίσκεται ανάμεσα στις δέκα καλύτερες πρωτεύουσες, ως προς το κοκτέιλ και το bartending.
Όταν θες να εξελιχθείς, πέρα από τη διάθεση και τις φιλοδοξίες, θα πρέπει να υπάρχουν κι οι συνθήκες. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες είναι, νομίζω, αυτές, που μας περιορίζουν στο χώρο.
Ποιες δύο συμβουλές, έχεις να δώσεις, σε όσους νέους, όπως εσύ, θέλουν να μυηθούν στο χώρο του bartending;
Η πρώτη είναι, να μην γίνεις ένας «μαϊντανός» (Γελάμε). Στο χώρο μας υπάρχουν πολλοί «μαϊντανοί», εγώ έτσι τους λέω. Δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, ποτά φτιάχνεις. Είναι καλό, να είσαι σωστός επαγγελματίας, αλλά δεν κάνεις κάτι σπουδαίο, για να έχεις τουπέ χιλίων καρδηναλίων.
Η δεύτερη συμβουλή έχει να κάνει με την υπομονή. Θέλει πολλή υπομονή, και αφοσίωση.
Lucky Underdog
Συστατικά:
- 50ml Bacardi Carta Blanca
- 20ml φρεσκοστυμμένος χυμός λέμονιού
- 30ml σιρόπι ανθόνερου και βανίλιας
- 15ml Crema Di Limoncello
- 2 κλωνάρια ρίγανης μερικά ψεκάσματα με κρασί Cabernet Sauvignon
Παρασκευή:
- προσθέτουμε όλα τα συστατικά στο σέικερ και χτυπάμε δυνατά με πάγο.
- Διπλοσουρώνουμε σε ποτήρι τύπου coupette, ψεκάζουμε με κρασί ποικιλίας Cabernet Sauvignon και γαρνίρουμε με φρέσκια ρίγανη.
Ποτήρι: τύπου coupette
Γαρνιτούρα: φρέσκια ρίγανη
Δοκίμασα, φυσικά το Lucky Underdog, στον εξωτικό χώρο του CΗΕ και πιστεύω, πως είναι από τα λίγα αγαπημένα μου cocktails, με τη γεύση και την υφή του, να έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα στον ουρανίσκο μου.
Αξίζει να το δοκιμάσετε. Είναι για καλό σκοπό!
Photo credits: Vangelis Patsialos